DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtbetalning n ~en ~ar
gen. πληρωμή; χορήγηση
fin. εξερχόμενες πληρωμές; εκταμίευση
fin., econ. πληρωμή των δαπανών
utbetalningar n
fin. πράξεις πληρωμής