DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùtarmning n ~en
econ. οικονομική εξαθλίωση
el. αραίωση; αποκλεισμός m
environ. εξάντληση; ενδημική φτώχεια; εξαθλίωση; εξάντληση/ενδημική φτώχεια/εξαθλίωση