DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùrval n ~et; pl. ~
gen. επιλογή; εκλογή
comp., MS δυναμοσύνολο (dynaset)
econ. δειγματοληψία f
stat. δείγμα; δειγματοληπτική μέθοδος