DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùrladdning n
commun. αποφόρτωση
earth.sc., el. εκφόρτιση πυκνωτού
el. αποφόρτιση; εκφόρτιση
mater.sc., el. απόδοση της ενέργειας