DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùpptagning n ~en ~ar
commun., transp. ανάκαμψη από βύθιση; ανάκληση από βύθιση
transp. ανάκληση; ανακαμπή
wood. απορρόφηση; συγκράτηση
work.fl., IT παρεμβολική λήψη
ùpptagning exponering n
environ. απορρόφηση (έκθεση)