DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùppslamning n ~en
environ. ιλύς; συσσώρευση ιλύος; λάσπη/ιλύς; πλύση/πλύσιμο
nat.sc., chem. εμβύθιση σε ιλύ; επισώρευση ιλύος