DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùppskattning n ~en ~ar
gen. εκτίμηση
account. απoτίμηση m; αξιολόγηση; αποτίμηση
agric. πίνακας εκτιμήσεως; κατ'εκτίμηση υπολογισμός