DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùppsägning n ~en ~ar
econ. απόλυση
environ. λήξη παύση της εργασίας; λήξη παύση της εργασίας απασχόλησης
law, agric. καταγγελία f
law, lab.law. καταγγελία της σύμβασης εργασίας; λύση της σύμβασης εργασίας