DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùppläggning n ~en ~ar
gen. απόρριψη σε χωματερή
construct. απόθεση υλικού
environ. μαρτυρική κατάθεση; χωματερή; υγειονομική ταφή; εναπόθεση/μαρτυρική κατάθεση; χώρος απόρριψης αχρήστων αντικειμένων; ταφή διάθεση απορριμμάτων/χωματερή; χερσαία διάθεση
industr., construct. ρεμαγιάρισμα; πυκνότητα σπειρών; σπείρα f; μπομπινάρισμα; τύλιξη σε μπομπινουάρ
industr., construct., chem. επίστρωση
industr., construct., met. κάλυψη
tech., industr., construct. επανατύλιγμα f