DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
ùpphävande n ~t ~n
econ. κατάργηση
law ακύρωση
ùpphäva v
gen. ανακαλώ; καταργώ
fin. καταργώ τα ειδικά προνόμια μετοχής