DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùppgift n ~en ~er
gen. δήλωση
comp., MS εργασία; υποχρέωση, εκκρεμής εργασία; ανάθεση εργασιών; εκκρεμής εργασία
ùppgifter n
comp., MS υποχρέωση, εκκρεμής εργασία; εκκρεμής εργασία, υποχρέωση
el. εγγραφές πληροφορίας
law, pharma., environ. πληροφορίαίες/πληροφόρηση/στοιχεία/ενημέρωση; γεvικές πληρoφoρίες; πληροφορίαίες/πληροφόρηση/στοιχεία/ενημέρωση
Ùppgifter n
comp., MS Στοιχεία ενεργειών