DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùppdèlning n ~en ~ar
gen. καταμερισμός
account. ανάλυση; επιμερισμός; διάκριση; κατανομή
IT, el. τμηματοποίηση
law αναγκαστική διανομή; διαμερισμός; τεμαχισμός m
law, commer. αποδεσμοποίηση
market. λεπτομερής λογιστική ανάλυση
stat. ανατομή (av heterogen fördelning, ετερογενών διανομές)
stat., fin. κατανομή
ùppdèlning av heterogen fördelning n
math. ανατομή (ετερογενών διανομές)