DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùppdämning n ~en ~ar
environ. συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμός; Προστατευτικό περίβλημα στην πυρηνική βιομηχανία
life.sc., construct. πλήρωσις δι'ύδατος απομονωθέντος τμήματος διώρυγος
ùppdämning politik n
environ. συγκράτηση; ανάσχεση; αναχαίτιση; εγκλωβισμός m; συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμός; Προστατευτικό περίβλημα στην πυρηνική βιομηχανία