DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
ùndertryckande n
environ. καταστολή; απώθηση; περιορισμός m; συγκράτηση; καταστολή/απώθηση/περιορισμός/συγκράτηση
nat.sc., agric. απάλειψις,εξάλειψις
ùndertrycka v
commun. ματαιώνω; απενεργοποιώ
undertryckt v
agric. κυριαρχούμενος,υπολειπόμενος