DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
ùnderstöd n ~et; pl. ~
gen. υποστήριξη
law οικονομική ενίσχυση; οικονομική βοήθεια
ùnderstödja v
gen. υποστηρίζω; επιδοτώ