DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùndersökning n ~en ~ar
econ., market. διαχειριστική μελέτη; διαχειριστική ανάλυση
environ. έρευνα; εξέταση; επιθεώρηση; μελέτη; έρευνα/εξέταση/μελέτη/επιθεώρηση
health. δοκιμή ανίχνευσης
law ανάκριση
undersökningar n
account. στατιστικές έρευνες