DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùnderordnad adj. -ordnat ~e
gen. υφιστάμενος
comp., MS εξαρτώμενo; θυγατρικός
fin., IT, dat.proc. κατώτερος; υποτελής
IT υποταγμένη μονάδα
law, lab.law. κατώτερος υπάλληλος