DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùnderhåll n ~et; pl. ~
gen. τήρηση; χορήγηση
econ. συντήρηση
environ. αποζημίωσηεις; απαλλαγή; βοήθημα f; έκπτωση; επίδομα f; τεχνική συντήρηση
IT, dat.proc. μηχανική υποστήριξης
law διατροφή
mech.eng., construct. τεχνική υπηρεσία συντηρήσεως
proced.law. διατροφή από το νόμο (alimenta)
transp., construct. συντήρησις m