DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ùndantag n ~et; pl. ~
gen. απαλλαγή
comp., MS εξαίρεση
fin. "υπέρβαση"
IT, dat.proc. εξαιρέσεις
law παρέκκλιση; προβλεπόμενη από το νόμο εξαίρεση
ùndantagDanmark n
law εξαίρεσηΔανία