DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
typ av nålventil
mech.eng., construct. μηχανισμός ελέγχου Paradox; βελονοειδής δικλείς ρυθμιζομένη δι'εσωτερικής διαφορικής πιέσεως,βελτιωμένου τύπου; δικλείς μετά σωληνωτού εμφρακτήρος; δικλείδες μετά σωληνωτού εμφρακτήρος εν γραμμή; δικλείδες μετά σωληνωτού εμφρακτήρος ελευθέρας εκροής; δικλείς κοίλης δέσμης