DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tỳg n ~et; pl. ~er hellre än ~
gen. υλικό m
environ. ύφασμα f; πλέγμα; υπόθεμα f; φέρων οργανισμός; ιστός m; ύφασμα/υπόθεμα/πλέγμα/φέρων οργανισμός
industr., construct. γέμιση