DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tvist n ~en
gen. διαμάχη
forestr. αντιπαράθεση
law διαφορά f; υπόθεση; επίδικη υπόθεση; αντιδικία f; δικαστική διαφορά; νομική διαφορά; αμφισβητούμενη υπόθεση
law, min.prod. διαφωνία f