DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tvä̀rbalk n ~en ~ar
construct. οριζόντια δοκός; εγκάρσιος σύνδεσμος
mater.sc. εγκάρσια σιαγόνα
mech.eng. μεσόζευξη
transp. διαδοκίδα; εγκάρσια δοκός
tvärbalkar n
construct. κυρία δοκός πλαισίου