DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
turbulens n
gen. αναταραχή
earth.sc. τύρβη
life.sc., transp. αναταραχή του αέρα
phys.sc. ανατάραξη; τυρβώδης ροή
phys.sc., mech.eng. διαταραχή; στροβιλώδης ροή; τυρβώδες f
transp., avia. ανατάραξη / τύρβωση