DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
tùll n ~en ~ar
gen. τελωvείo; τελωνείο/τελωνειακές αρχές
environ. τελωνείο; τελωνειακές αρχές
fin. δασμός m
tax., transp. διόδια f
tullar v ~de ~t
econ. δασμός