DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tryckvåg n ~en ~or
gen. εκρηκτικό κύμα
earth.sc. κύμα κρούσης συμπίεσης; κύμα πίεσης; κρουστικό κύμα; διαμήκες κύμα
transp., mater.sc. συνάρτηση συμπιεστότητας
transp., mech.eng. δέσμη αέρα; απόρρευμα