DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tryckkärl n
chem. δοχείο υπό πίεση; πιεστικό δοχείο; υπό πίεση δοχείο; δοχείο πιέσεως
industr. δοχείο
nat.sc., el., industr. δοχείο πίεσης