DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tryckhöjd n
earth.sc. ύψος
earth.sc., construct. διαφορικόν φορτίον
earth.sc., life.sc. αντιπροσωπευτικόν φορτίον πιέσεως; πιεζομετρικόν φορτίον
earth.sc., mech.eng. πιεζομετρικό ύψος; συνολικό μανομετρικό ύψος
life.sc. ύψος τάσεως
mater.sc. ύψος κατάθλιψης
mech.eng. υδραυλικό φορτίο; φορτίο m
transp. ύψος πιεζομετρικής γραμμής
transp., avia. βαρομετρικό ύψος; πίεση απόλυτου ύψους; υψόμετρο πίεσης