DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
trỳckning n ~en ~ar
comp., MS πάτημα f
environ. πιεστήριο; πρέσα f; Τύπος m; πιεστήριο/πρέσα/Τύπος
industr., construct., met. εκτύπωση
IT, dat.proc. κρουστική εκτύπωση
transp. επακόλουθη κυκλοφορία