DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
trỳckknapp n ~en ~ar
commun., el. κομβίο επαφής; πλήκτρο m; ωστικό κομβίο
earth.sc., el. κεφαλή πλήκτρου επαφής
earth.sc., mech.eng. κλειδί πίεσης
el. κομβίο; κουμπί
industr. κουμπί πίεσης
mech.eng., construct. κομβιοδόχη