DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
truck n
commun., mech.eng. καροτσάκι
forestr. περονοφόρο ανυψωτικό
transp. τετράτροχο
transp., industr. αυτοκίνητο όχημα; τροχοφόρα φορεία, βαρούλκα και γερανοί