DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
tratt n ~en ~ar
fish.farm. είσοδος ιχθυοπαγίδας
industr., construct., met. λεκάνη διανομής υαλομάζας
Tratt n
comp., MS Χωνί
trådände v
industr., construct. βελόνιασμα; κομμάτι κλωστής στη βελόνα
met., construct. ασωλήνωτο άκρο καλωδίου
trä̀d v
econ. δένδρο
environ. δέντρο