DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
transportö́r [-ö´r] n ~en ~er
econ. μεταφορέας f
industr., construct., mech.eng. μεταφορεύςατέρμων m
mater.sc. φορέας f
transp. επιχείρηση συγκοινωνίας; φορέας μεταφοράς