DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
transmissionsledning n
gen. γραμμή μετάδοσης
el. γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας; γραμμή μεταφοράς; γραμμή μεταφοράς διαδοχικών φακών ή κατόπτρων