DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
traktaménte [-men´te el. -men`te] n ~t ~n
environ. επίδομα f
gov., fin. ημερήσια αποζημίωση αποστολής
law, lab.law. αποζημίωση για επαγγελματικά έξοδα
traktamenten n
fin. αποζημιώσεις για αποστολές
polit. αποζημιώσεις για αποστολή