DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
trafikstyrning n
commun., transp. ρύθμιση επενεργούμενη από την κυκλοφορία
environ. ρύθμιση έλεγχος της κυκλοφορίας; ρύθμιση έλεγχος της κυκλοφορίας
IT, transp. επενέργεια από την κυκλοφορία