DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
trafík [-i´k] n ~en
gen. κυκλοφοριακή κίνηση
commun., transp. κυκλοφορία
environ. οδική κυκλοφορία; κίνηση; οδική κυκλοφορία/κίνηση
transp. κυκλοφοριακός φόρτος