DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tràve n ~n travar
environ. σωρός; φρέαρ υψικαμίνου/θημωνιά/σωρός/στοίβα
forestr. στιβαγμένα καυσόξυλα όγκου 3, 62 κ.μ.; σωρός ξύλων