DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
tràna n ~n tranor
nat.res. γερανός m (Grus grus)
trä̀ n ~et el. ~t; pl. ~n
environ. ξυλεία m; ξύλο m; Ξύλο m (boscus); ξύλο m (boscus)
forestr. επικολλητό ξύλο
trä̀na v
gen. εκπαιδεύω; εξασκώ; προπονώ
med. εκπαιδεύω άλογο; εκγυμνάζω άλογο