DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tröskelvärde n ~t ~n
el. κατώφλι m
environ. οριακή τιμή; τιμή κατωφλίου; κατώφλι μέτρησης; οριακή τιμή/τιμή κατωφλίου
fin., IT κατώφλιο m
industr., construct., chem. σημείο ολικής αναστολής
tröskelvärde för rapportering n
fin. όριο υποβολής αναφορών