DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
trö̀skel n ~n trösklar
gen. όριο υπερβολής
comp., MS Κατώφλι m; όριο
fin., IT κατώφλιο m
life.sc. στέψη διάφραγμα
met., el. ρείθρο καμίνου
transp., avia. κατώφλι m