DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
trådar n
industr., construct., met. σχοινία f; λεπτά σχοινιά
trå̀d n ~en ~ar
comp., MS νήμα
econ. σύρμα f
el. σύρμα ενδοεπικοινωνίας
fish.farm. κλώσμα διχτυού χωρίς κόμπους
industr., construct. άκρια; κλωστή; φιτίλι
industr., construct., met. λεπτό νήμα; κρύο νήμα; λεπτή κλωστή