DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
torkspricka n ~n -sprickor
forestr. ξηρή ρωγμή
industr., construct. ρωγμή οφειλόμενη στην υγρασία; εποχιακό σκάσιμο; ρωγμή
life.sc., agric. ρωγμή οφειλόμενη εις την ξηρασία
mater.sc., industr., construct. ρωγμαί
nat.sc., agric. ραγάς,ράγισμα