DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tomter n
market. οικοδομημένη έκταση
tomt [tåm´t] n ~en ~er
gen. αυλή
environ. εργοτάξιο κατασκευών; οικοδομή; εργοτάξιο κατασκευών/οικοδομή