DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective
tomt [tåm´t] n ~en ~er
gen. αυλή
environ. εργοτάξιο κατασκευών; οικοδομή; εργοτάξιο κατασκευών/οικοδομή
tomter n
market. οικοδομημένη έκταση
tö̀mma v
el. ταυτόχρονη μεταφορά
IT, tech. σβήνω; απαλείφω
met. αδειάζω
tòm [tå´m] adj. ~t ~ma
gen. άδειος
med., agric. στείρα; μη κυοφορούσα