DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tomgång n ~en
gen. εν κενώ; λειτουργία εν κενώ; χωρίς φορτίο
forestr. λειτουργία χωρίς φορτίο; ρελαντί; ταχύτητα σε ρελαντί
mech.eng. στοιχεία λειτουργίας σε βραδυπορεία
transp., energ.ind. βραδυπορεία