DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
toleráns [-an´s el. -aŋ´s] n ~en ~er
gen. ανοχή; ανεκτικότητα
h.rghts.act. πνεύμα ανοχής
mech.eng. διάκενο m; μηχανική αντοχή
med. φυσιολογική αντοχή
met. τύπος ανοχής
nat.sc. αντοχή; ανεκτικότητα f
obs., med. εθισμός m
stat. ανοχή
tech., mater.sc. πεδίο ανοχής