DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tòrkning n ~en
gen. ξήρανση
agric., industr., construct. ξήρανσις
earth.sc., mech.eng. αφυδάτωση
environ. αποξήρανση; στέγνωμα f; αποξήρανση/στέγνωμα
food.ind. σταφίδιασμα f
forestr. φυσική ξήρανση