DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
tòrka n ~n
earth.sc. ξηρασία ή ανομβρία
earth.sc., mech.eng., construct. αφυδατώνω
econ. ξηρασία
environ. ξηρασία; ξηρασία ανομβρία
forestr. φυσική ξήρανση
life.sc., agric. ανυδρία
met. στεγνώνω
nat.sc., life.sc. Ξηρασία; ξηρασία του εδάφους
tòrkad v
food.ind. αφυδατωμένος