DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
tòn [tån´] n ~net; pl. ~, best. pl. ~nen
gen. τόννος; ήχος m
comp., MS χρωματικός τόνος
el. στοιχείο τόνου
nat.sc., tech. μετρικός τόνος; τόνος m